(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
«Λόγος εις την Τετραήμερον έγερσιν του Λάζάρου»
Από τον «Θησαυρό» Δαμασκηνού Υποδιακόνου του Στουδίτου, μετέπειτα Επισκόπου Λιτής και Ρεντίνης και έπειτα Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης, γλωσσικά διεσκευασμένος.*
Συνέχεια από εδώ: https://www.pemptousia.gr/2025/04/o-theos-opou-ton-zitiseis-einai-opou-ton-theliseis-evrisketai/
Αείποτε [πάντοτε] ο Χριστός, όταν ήθελε να κάμη θαύμα εις τινα [σε κάποιον] άνθρωπον, πρώτον εζήτει πίστιν απ’ εκείνον,Όταν ο Χριστός ήθελε να κάνει θαύμα σε κάποιον άνθρωπον, ζητούσε πάντα από εκείνον να έχει πίστη! όπως έλεγε προς τους δύο τυφλούς, όταν ήλθον προς αυτόν· «Πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι;» (Ματθ. θ’ 28)· και προς τον εκατόνταρχον, όταν ήθελε να θεραπεύση τον υιόν του· «Ως επίστευσας γενηθήτω σοι» (Ματθ. η’ 13) και αλλαχού ότι «η πίστις σου σέσωκέ σε» (Ματθ. θ’ 22)· ούτω και εδώ κάμνει ο Χριστός· πρώτον ζητεί πίστιν από την Μάρθαν και κατόπιν να κάμη το θαύμα.
Ομοίως και οι Απόστολοι, κατά το παράδειγμα του Κυρίου, ούτω έκαμαν όπως ο Φίλιππος, όστις έλεγε προς τον ευνούχον· «Ει πιστεύεις, εξ όλης της καρδίας, έξεστιν» (Πραξ. η’ 37)· και ο Παύλος· «Πίστευσον επί τον πάντα δυνάμενον Θεόν». Αφού λοιπόν ηρώτησεν ο Χριστός την Μάρθαν, εάν πιστεύη εις αυτά, όπου της είπεν, απεκρίθη η Μάρθα.
«Λέγει αυτώ. Ναι, Κύριε, εγώ πεπίστευκα, ότι συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού, ο εις τον κόσμον ερχόμενος» (αυτ. 27).
Βλέπεις πως ολίγον κατ’ ολίγον επίστευσεν η γυνή και εβεβαιώθη εις τον Χριστόν; Ιδέ γνώσιν γυναικός. Από ποίον θαύμα, από ποίαν προφητείαν, από τι εγνώρισεν, ότι είναι ο Χριστός Υιός του Θεού; και λέγει· «Ναι, Κύριε, πιστεύω ότι συ είσαι ο Χριστός ο Υιός του Θεού».
Έπρεπε δε να είπη εν συνεχεία, Συ όστις ήλθες εις τον κόσμον. Δεν είπεν όμως ούτως, αλλά λέγει· «Συ, όστις έρχεσαι εις τον κόσμον». Τι εννοεί το έρχεσαι; Εννοεί ότι· «Συ όστις περιπατείς ήδη εις τον κόσμον, αλλ’ ακόμη δεν ολοκλήρωσες την αποστολήν σου, κανείς ακόμη δεν εγνώρισε, ποίος αληθώς είσαι, πιστεύω, ότι συ είσαι ο Χριστός· ήτοι Θεός και άνθρωπος.
Τον καιρόν δηλαδή εκείνον χριστός ελέγετο ο με μύρον κεχρισμένος, διότι τότε είχον συνήθειαν να χρίουν με μύρον εκείνον τον οποίον ήθελον να κάμουν βασιλέα η Αρχιερέα. Κατεσκευάζετο δε το μύρον από έλαιον και μυρωδικά, και προωρίζετο δι’ αυτόν τον σκοπόν.
Από αυτό έχυναν εις την κορυφήν του χειροτονουμένου και εάν μεν κατέβαινε το μύρον κατ’ ευθείαν εις την ρίνα του και εις το στόμα του, τον έκαμναν βασιλέα, εάν όμως το μύρον επήγαινε πλαγίως, δεν τον έκαμναν. Επειδή λοιπόν και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εχρίσθη υπό του Πνεύματος του Αγίου, διά τούτο ωνομάζετο Χριστός, δηλαδή κεχρισμένος. Διά τούτο είπε και η Μάρθα· «Συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού, ο εις τον κόσμον ερχόμενος».
«Και ταύτα ειπούσα απήλθε και εφώνησε Μαρίαν την αδελφήν αυτής λάθρα ειπούσα· ο Διδάσκαλος πάρεστι και φωνεί σε. Εκείνη ως ήκουσεν, εγείρεται ταχύ και έρχεται προς αυτόν· ούπω δε εληλύθει ο Ιησούς εις την κώμην, αλλ’ ην εν τω τόπω όπου υπήντησεν αυτώ η Μάρθα» (αυτ. 28-30).
Αφού η Μάρθα ωμολόγησε τον Ιησούν Υιόν Θεού, παρευθύς ανεχώρησε και επήγε και είπε κρυφίως εις την αδελφήν της· «Ο Διδάσκαλος είναι εδώ και σε ζητεί». Η δε Μαρία, ως ήκουσε τούτο, ηγέρθη γρήγορα και επήγε προς τον Χριστόν. Ο Χριστός δεν είχεν ακόμη εισέλθει εις την πόλιν, αλλ’ ευρίσκετο εισέτι εις τον τόπον, εις τον οποίον τον υπήντησεν η Μάρθα απ’ αρχής.
Λέγουν και εξετάζουν τινές, διατί κρυφίως η Μάρθα ωμίλησε προς την αδελφήν της; Θέλουν δε να είπουν επ’ αυτού, ότι ωμίλησε ούτω κρυφίως διά να μη κάμη σύγχυσιν εις τον οίκον και σπεύσουν όλοι, ως ακούσουν, ότι ήλθεν ο Χριστός, να τον ίδουν· άλλοι λέγουν, ότι ωμίλησε κρυφίως, επειδή οι Ιουδαίοι, ως προείπον, εζήτουν να φονεύσουν τον Χριστόν· διά τούτο ούτως ωμίλησε, ίνα μη ακούσουν και οι Ιουδαίοι, οίτινες ήσαν εκεί και ορμήσουν κατά του Χριστού να τον λιθοβολήσουν.
Τι δε είπε κατ’ ιδίαν η Μάρθα εις την αδελφήν της; Καλόν είναι και αυτό να το σκεφθώμεν. Ο Διδάσκαλος, είπεν, ήλθε και σε καλεί· Διδάσκαλον όλος ο κόσμος τον Χριστόν ωνόμαζε. Πότε δε εζήτησεν ο Χριστός την Μαρίαν και λέγει η Μάρθα ότι ο Χριστός σε ζητεί; Τίποτε ο Χριστός δεν είπε· η δε Μάρθα αφ’ εαυτής το είπε διά να ακούση η Μαρία να σπεύση γρήγορα.
Λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι η Μαρία επήγε προς τον Χριστόν και διά να δείξη ότι επήγε, λέγει εν συνεχεία, ότι ο Χριστός ακόμη δεν είχεν εισέλθει μέσα εις την πόλιν, αλλ’ ίστατο εκεί. Διότι ο Θεός ως καρδιογνώστης, όπου ήτο, εγνώρισεν ότι θέλει έλθει η Μαρία και διά τούτο την ανέμενεν εκεί. Αλλ’ ιδέ και την προθυμίαν της Μαρίας, πως την διηγείται και ο Ευαγγελιστής και λέγει· «Εγείρεται ταχύ», ήτοι ως ήκουσεν, ότι ο Χριστός την καλεί, πάραυτα ηγέρθη από την πολλήν αγάπην, όπου είχεν εις τον Χριστόν και έσπευσε να τον εύρη.
«Οι ούν Ιουδαίοι οι όντες μετ’ αυτής εν τη οικία και παραμυθούμενοι αυτήν, ιδόντες την Μαρίαν, ότι ταχέως ανέστη και εξήλθεν, ηκολούθησαν αυτή, λέγοντες· ότι υπάγει εις το μνημείον, ίνα κλαύση εκεί» (αυτ. 31).
Οι Ιουδαίοι, περί των οποίων προείπον, ότι επήγαν να παρηγορήσουν τας δύο αδελφάς, ως είδον την Μαρίαν, ότι ούτως αιφνιδίως ηγέρθη και έφευγε γρήγορα, την ηκολούθησαν, διότι ενόμισαν, ότι υπάγει εις τον τάφον του αδελφού της να κλαύση. Τούτο ενόμισαν, διότι η Μάρθα δεν είπε φανερά εις την Μαρίαν την υπόθεσιν, διά τούτο οι Ιουδαίοι υπέθεσαν, ότι εις τον τάφον του Λαζάρου υπάγει. Δεν εγνώριζον, ότι ο Χριστός είναι έξω και την αναμένει, άλλως δεν ήθελαν υπάγει οπίσω της.
«Η ούν Μαρία, ως ήλθεν, όπου ην ο Ιησούς, ιδούσα αυτόν, έπεσεν εις τους πόδας αυτού, λέγουσα αυτώ· Κύριε, ει ης ώδε, ουκ αν απέθανέ μου ο αδελφός» (αυτ. 32).
Η Μαρία λοιπόν αφού επήγεν εκεί, όπου ήτο ο Χριστός, έπεσεν εις τους πόδας Του και είπε· «Κύριε, αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν ήθελεν αποθάνει». Βλέπεις, ότι ήτο θερμότερη προς τον Χριστόν από την αδελφήν της την Μάρθαν; Διότι η Μάρθα δεν έπεσεν εις τους πόδας του Χριστού· ενώ η Μαρία έπεσεν εις τους πόδας του Κυρίου, διότι είχε περισσότερον πόθον προς αυτόν. Λέγει δε και αυτή, όπως και η αδελφή της η Μάρθα προς τον Χριστόν· Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν ήθελεν αποθάνει ο αδελφός μου.
«Ιησούς ούν, ως είδεν αυτήν κλαίουσαν, και τους συνελθόντας αυτή Ιουδαίους κλαίοντας, ενεβριμήσατο τω πνεύματι, και ετάραξεν εαυτόν και είπε· Πού τεθείκατε αυτόν;» (αυτ. 33-34).
Ο Ιησούς, ως είδε την Μαρίαν να κλαίη και τους Ιουδαίους επίσης, ελυπήθη εν εαυτώ και είπε· «Πού εθάψατε τον Λάζαρον;». Ο Θεός γνωρίζει και την καρδίαν εκάστου, γνωρίζει και τα κρύφια του ανθρώπου· πώς λοιπόν ερωτά: «Πού τον εθάψατε;».
Ηρώτησεν όχι διότι δεν εγνώριζεν, αλλ’ υπέβαλε την ερώτησιν διά να εύρη αφορμήν όπως με το να του δείξουν τον τάφον, υπάγουν πολλοί και ίδουν το θαύμα. Αι τοιαύται ερωτήσεις είναι συνήθεις εις την Γραφήν και μάλιστα εις την Παλαιάν των Εβραίων, όπως επί παραδείγματι εκεί, όπου γράφεται εις την Γένεσιν· «Αδάμ, πού ει;». Μήπως δεν ήτο ο Θεός καρδιογνώστης και δεν εγνώριζε πού ήτο ο Αδάμ; Όμως παρά ταύτα ηρώτησεν.
Όπως επίσης και εκεί όπου λέγει· «Καταβάς ουν όψομαι, ει κατά την κραυγήν αυτών, την ερχομένην προς με συντελούνται» (Γεν. ιη’ 21)· ήτοι να καταβώ και να ίδω, αν κάμνουσιν, όπως ακούω την φωνήν των. Αυτό λέγει ο Θεός διά τα Σόδομα και τα Γόμορα, όπως επίσης και διά τους πυργοποιούντας (Γεν. ια’ 4-6).
Εγνώριζε μεν ο Θεός τα γενόμενα, αλλά κατά την συνήθειαν εις την Γραφήν να αναφέρωνται τοιαύται ερωτήσεις από μέρους του Θεού, ο Κύριος ερωτά· «Πού εθάψατε τον Λάζαρον;».
«Λέγουσιν αυτώ· Κύριε, έρχου και ίδε. Εδάκρυσεν ο Ιησούς» (αυτόθι 35).
Όταν ηρώτησεν ο Κύριος· «Πού εθάψατε αυτόν;» του απεκρίθησαν· «Έλα να ίδης, πού τον εθάψαμεν». Ο δε Κύριος εδάκρυσεν, ως ήκουσε τούτο. Εδάκρυσε δε ως άνθρωπος, όπου ήτο, διότι η Θεότης είναι απαθής και δάκρυον δεν έχει. Ελυπήθη ο Χριστός, διότι κατά την ανθρωπότητα ήτο και αυτός, όπως και ημείς και διότι ηγάπα ο Χριστός τον Λάζαρον.
«Έλεγον ούν οι Ιουδαίοι· Ίδε πως εφίλει αυτόν. Τινές δε εξ αυτών είπον· Ουκ ηδύνατο ούτος, ο ανοίξας τους οφθαλμούς του τυφλού, ποιήσαι, ίνα και ούτος μη αποθάνη;» (αυτ. 36-37).
Έλεγον δε οι Ιουδαίοι· «Ίδετε πως ηγάπα αυτόν». Τινές δε απ’ αυτούς έλεγον· «Αυτός, όστις ήνοιξε τους οφθαλμούς του τυφλού, δεν ηδύνατο να κάμη τρόπον, ώστε να μη αποθάνη ο Λάζαρος;». Ιδέτε τι φθόνον και τι απιστίαν είχον οι ταλαίπωροι! Και εάν αυτός, ω πεπλανημένοι Ιουδαίοι, ήνοιξε ξένου ανθρώπου οφθαλμούς, πόσον μάλλον να μην αναστήση τον φίλον του; Διά ποίον δε τυφλόν λέγουσι;
Συνεχίζεται
* Απόσπασμα από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Τριώδιον, τόμος 13ος.
pemptousia.gr
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Οι αναρτήσεις που γίνονται από το διαδίκτυο τα κείμενα και οι φωτογραφίες (με σχετική σημείωση της πηγής) θεωρούμε ότι είναι δημόσια.Αναρτήσεις η αναδημοσιεύσεις, από άλλες πηγές που αναρτώνται σε αυτό το blog εκφράζουν αυτούς που τις υπογράφουν.Αν υπάρχουν πνευμ.δικαιώματα παρακαλούμε ενημερώστε μας για την αφαίρεση τους(των αναρτήσεων ή αναδημοσιεύσεων).Ενημερώστε μας άμεσα εάν θίγεστε απο κάποια ανάρτηση ώστε να την αφαιρέσουμε.
Εισαγωγικός Σχολιασμός (μπλέ γράμματα)
Σε ορισμένες αναρτήσεις υπάρχει περίπτωση σαν πρόλογος να υπάρχει δικός μας σχολιασμός.Αυτή είναι η δική μας άποψη για το θέμα και δεν υποχρεώνουμε κανέναν να την διαβάσει...
---
Τα σχόλια αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι αυτή του newspull.Μη κόσμια και προσβλητικά σχόλια θα διαγράφονται όπου αυτά εντοπίζονται(ενημερώστε μας και εσείς εάν χρειαστεί).